αταχυδρόμητος

αταχυδρόμητος
αταχυδρόμητος, -η, -ο και αταχυδρόμιστος, -η, -ο
αυτός που δεν ταχυδρομήθηκε, που δεν παραδόθηκε στο ταχυδρομείο για αποστολή: Η επιστολή αυτή δεν έπρεπε να μείνει αταχυδρόμητη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”